εφεστρίς — ἐφεστρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) [εφέννυμι] επανωφόρι, μανδύας («πάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.) μσν. σέλα αρχ. 1. χιτώνας φιλοσόφου 2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.) 3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος… … Dictionary of Greek
ἐφεστρίς — upper garment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδα — ἐφεστρίς upper garment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδας — ἐφεστρίς upper garment fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδες — ἐφεστρίς upper garment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδι — ἐφεστρίς upper garment fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδος — ἐφεστρίς upper garment fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδων — ἐφεστρίς upper garment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίσι — ἐφεστρίς upper garment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίσιν — ἐφεστρίς upper garment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεστρίδιον — ἐφεστρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ἐφεστρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐφεστρίς + κατάλ. υποκορ. ιδιον] … Dictionary of Greek